- δεσποσύνη
- η (Α δεσποσύνη)νεοελλ.1. η θυγατέρα τού δεσπότη, τού κυρίου2. η δεσποινίςαρχ.απολυταρχική διακυβέρνηση, δεσποτεία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού επιθ. δεσπόσυνος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεσποσύνη — δεσπόσυνος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεσποσύνη absolute rule fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεσποτεία the power of a master fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
Λιφάρ, Σεργκέι — (Serge Lifar, Κίεβο 1905 – Λοζάνη 1986). Γάλλος χορευτής και χορογράφος, ρωσικής καταγωγής. Σπούδασε στο Κίεβο, στη σχολή χορού της Μπρονισλάβα Νιζίνσκαγια –την οποία αργότερα ακολούθησε στο Παρίσι– και τελειοποιήθηκε στο Τορίνο με τον Εμίλιο… … Dictionary of Greek
δεσποσυνάων — δεσποσυνά̱ων , δεσπόσυνος of masc/fem gen pl (epic aeolic) δεσποσυνά̱ων , δεσποσύνη absolute rule fem gen pl (epic aeolic) δεσποσυνά̱ων , δεσποτεία the power of a master fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσύναισιν — δεσπόσυνος of fem dat pl (epic ionic aeolic) δεσποσύνη absolute rule fem dat pl (epic ionic aeolic) δεσποτεία the power of a master fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσύνην — δεσπόσυνος of fem acc sg (attic epic ionic) δεσποσύνη absolute rule fem acc sg (attic epic ionic) δεσποτεία the power of a master fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)